- σωτηρία
- I
Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι. ταυτίστηκε με την Υγεία. Ναός της υπήρχε στο ρωμαϊκό Κυρινάλιο και είχε καθιερωθεί και γιορτή.IIθεραπευτήριο των φυματικών στο Χολαργό Αττικής, μέσα σε πευκόφυτο χώρο 500 στρεμμάτων. Από την Αθήνα απέχει 4 περίπου χιλιόμετρα και σήμερα είναι γνωστό και ως Νοσοκομείο Στηθικών Νόσων.Το θεραπευτήριο αυτό, το μεγαλύτερο ελληνικό ίδρυμα νοσηλείας φυματικών, ιδρύθηκε το 1902 με πρωτοβουλία της Σοφίας Σλήμαν Ελληνίδας συζύγου του Γερμανού αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν*, και άρχισε να λειτουργεί από το 1905 σε γήπεδο που είχε τότε δωρίσει η μονή Ασωμάτων Πετράκη. Το 1919 η Σλήμαν παράδωσε το νοσοκομείο στο ελληνικό κράτος, που από τότε ανάλαβε και τη συντήρηση και τη διοίκηση του. Στο ίδρυμα λειτουργούν φυμα-τιολογικές κλινικές, χειρουργική κλινική, ολοκληρωμένα εργαστήρια (μικροβιολογικό, βιοχημικό, παθολογοανατομικό, ακτινολογικό και έρευνας αναπνευστικής επάρκειας), καθώς και ειδικά ιατρεία (καρδιολογικό, ωτορινολαρυγγικό, αφροδισιολογικό, οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, νευρολογικό και ορθοπεδικό). Για την ψυχαγωγία εξάλλου και την απασχόληση των άρρωστων λειτουργούν κινηματοθέατρο με πάνω από 600 θέσεις και βιβλιοθήκη. Από άποψη νομικής προσωπικότητας το ίδρυμα αποτελεί νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και υπάγεται στην εποπτεία και τον έλεγχο του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.* * *η, ΝΜΑ, και επικ. τ. σαωτηρία και ιων. τ. σωτηρίη Α [σωτήρ, -ῆρος]1. απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο, ασθένεια (α. «η σωτηρία τους οφείλεται στην τύχη» β. «ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ' ἔρχομαι νικηφόρον», Ευρ.)2. εκκλ. η διάσωση τής ψυχής από την αμαρτία, η λύτρωση τής ψυχής τού ανθρώπου («τὸν δι' ἡμᾱς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν», Σύμβ. Πίστ.)νεοελλ.φρ. «σανίδα σωτηρίας» — κάτι ή κάποιος όπου καταφεύγει κανείς για να γλυτώσει από καταστροφή ή από θάνατομσν.-αρχ.1. (σε ευχές, προσευχές ή όρκους) η σωματική υγεία, η ευεξία2. ερμηνεία τού ονόματος Ιησούς («Ἰησοῡς ὃς ἑρμηνεύεται πῇ μὲν σωτηρία, πῇ δὲ σωτήρ», Αθανάσ.)αρχ.1. το μέσο, ο τρόπος με τον οποίο σώζεται κανείς («ἔχεις τιν', ἢν μένῃς, σωτηρίαν», Ευρ.)2. ασφάλεια, ασφαλής διαφύλαξη («σωτηρίας ἕνεκα τοῑς πολλοῑς τῶν σωμάτων», Πλάτ.)3. εγγύηση για ασφαλή διαφύλαξη («σωτηρία ἔστω τῶν ὑποκειμένων», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.